- σύμφυτος
- σύμφῠτ-ος, ον,A born with one, congenital, innate,
ἀρετά Pi.I.3.14
; κακόν, ἐπιθυμία, Pl.R.609a, Plt.272e; of diseases, Hp.Coac.502;βλάβαι καὶ διαφθοραὶ τοῦ σώματος Gal.6.3
; natural, τῶν σιτίων ἔνια ἔχει γλυκύτητα σ. ib.475, cf. 731;σ. ἐχούσης ὑγρότητα τῆς γλώττης Id.16.508
; σ. αἰών our natural age, i.e. our old age (acc. to the Sch.), A.Ag.107 (lyr.); νεικέων τέκτονα σ. the natural author of strife, i.e. a cause of strife natural to the race, ib.152 (lyr.); εἰς τὸ σ. according to one's nature, E.Andr.954; ὕδωρ σ. ἐν γάλακτι, opp. ἐπακτόν, Arist.Mete.382b12;τὸ μιμεῖσθαι σ. τοῖς ἀνθρώποις Id.Po.1448b5
; σ. [πνεῦμα], i.e. the vital spirit, Id.Spir. 482a8; σ. ὑγρὸν καὶ θερμόν (in a seed) Thphr.HP1.11.1;πρῶτον ἀγαθὸν καὶ σύμφυτον ἡδονή Epicur.Ep.3p.63U.
; τὰ σ. natural functions or parts, Arist.GA753a17, Ph.253a12.2 c. dat., natural to,σ. αὐτοῖς δειλία Lys.10.28
; ἀϋδρία τισὶ τόποις ς. Pl.Lg.844b; τὰ ὑγρὰ σ. τοῖς ζῴοις, opp. τὰ ὑστερογενῆ (such as milk), Arist.HA521b17, cf. Thphr.Sens.1,16.3 c. gen., [τῶν φθόγγων] σ. ἡδοναί Pl.Phlb. 51d
;εὐβουλία ἀρετὴ λογισμοῦ σ. Id.Def.413c
: cf. συγγενής, σύγγονος.4 like by nature, cognate, kindred, Id.Phlb.16c.II grown together,διάστασις τῶν σ. μερῶν Arist.Top.145b3
;σ. τῷ Χιτῶνι Id.HA557b18
;ἐγκεφάλου σκέπασμα σ. μὲν οὐκέτι, πολλαχόθι μέντοι συμφυές Gal. UP8.9
;σ. ἐμποιεῖν τινί τι Pl.Phd.81c
; united, Id.Phdr. 246a, Ep.Rom.6.5; of qualities in relation to matter,ὕλη . . λαβοῦσα ποιότητας . . καὶ οἷον συμφύτους αὐτὰς ἔχουσα καὶ συγκεκραμένας ἀλλήλαις Plot.3.6.8
, cf. 3.6.11.III thickly wooded, Plb.1.74.6, D.C. 40.29.2 fully cultivated, ἀμπελὼν ς. PGrenf.2.28.7 (ii B.C.), PLips.1.5 (ii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.